Έκλαψα για όλες τις διαψεύσεις μου, έκλαψα για τα χαμένα μου χρόνια, έκλαψα για τη ζωή μου, που την έβανε πλέον στο σημάδι ο Χάρος, έκλαψα για την Παναγιά, που με βοήθησε να μην πιω ακόμα το πικρό ποτήρι της αρρώστιας μου, έκλαψα για το μαγαζί μου, έκλαψα για τα βιβλία μου, έκλαψα για τη γειτονιά μου, έκλαψα για την πατρίδα μας που χάνεται, έκλαψα για το παρελθόν μας που λησμονιέται, έκλαψα για τη Μακεδονία μας, έκλαψα για όλα αυτά, συλλογικά και ατομικά, που μια αφελέστατη νιότη με έκανε να πιστέψω πως δικαιούμαι και δικαιούμαστε, έκλαψα για τον ελαιώνα του Βοτανικού, όπου θα χτιστεί το τέμενος, έκλαψα για τα αρχαία μάρμαρα, που τα φτύνουν βρίζοντας ξένοι εισβολείς, έκλαψα για όλους μας και για εμένα.
Είμαστε πολλοί "οι φασίστες"που κλαίμε για τους ίδιους λόγους μ'εσένα Λευτέρη...
Βλέπεις, για κάποιους από εμάς, η Πατρίδα κι ότι περιλαμβάνει αυτή την Ιερή Γωνιά της γης, η γη που πάνω της έχει όλη την ομορφιά του κόσμου κι από κάτω της όλους τους θησαυρούς της οικουμένης, την ανυπέρβλητη Ιστορία και τον Πολιτισμό της, ο ουρανός της που δεν μοιάζει με κανέναν στο φως, οι θάλασσές της, που αποτυπώνονται στην σημαία της, οι παραδόσεις της, τα έθιμά της, οι μυρωδιές και οι γεύσεις της... τα όνειρα που κάναμε παιδιά... οι δρόμοι που σεργιανίσαμε, η δωρική της ξεχωριστή ομορφιά, που σμιλεύτηκε στις ψυχές μας... η Ελλάδα που αγαπήσαμε κι αφήσαμε να χαθεί μέσ'απ'τα χέρια μας...
Ίσως γιατί την αγαπήσαμε τόσο πολύ, που δεν είδαμε πως μας την έκλεβαν αυτοί που εμπιστευθήκαμε να κυβερνήσουν...
Είμαστε πολλοί που κλαίμε Λευτέρη, αλλά είμαστε σκόρπιοι... γι αυτό θα μας τσακίσουν...
Καλλιόπη Σουφλή
Υ.Γ. Διαφωνώ μαζί σου ως προς τα παιδιά των λαθρο...
Σήμερα, μπορεί να λένε τα κάλαντα... μέσα τους όμως, είναι εμποτισμένα με το μίσος των μουσουλμάνων για κάθε άπιστο... κι όταν λίγο μεγαλώσουν θα γίνουν οι σφαγείς μας...
Γι αυτό, κανένα έλεος για κανέναν λαθροεισβολέα στην Πατρίδα μας, ακόμα και στα νεογέννητα... κι αυτά το DNA της αμόρφωτης φυλής τους κουβαλάνε...
Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Από νωρίς το πρωί, η παλιά συνοικία Γκύζη [τώρα Μικρά Τίρανα] έχει γιομίσει φωνούλες αγγέλων.
Μικρών αγγέλων, που τραγουδούν τα κάλαντα.
Από τριών μέχρι το πολύ δεκατριών ετών.
Και δυστυχώς, χωρίς φτερά...
[Ευτυχώς έχουν φτερά οι αγγέλοι που τα προστατεύουν...]
Κατηφορίζω την οδό Γκύζη - Gkyzi την αναγράφουν οι ξενόγλωσσοι οδοδείκτες - προς τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Μαύροι πουλάνε ημερολόγια στις γωνίες.
Έχουνε πάρει τα πόστα των Αλβανών, που μέχρι πρότινος ελέγχανε το υπαίθριο παραεμπόριο. Τώρα οι Αλβανοί γίνανε καταστηματάρχες, με σύζυγο, με μπε-εμ-βε και με βιβλιάριο τραπέζης.
Το μόνο που τους λείπει είναι το εξοχικό στη Λούτσα
Τα παιδιά τους φυσικά πάνε σε σχολές καράτε και σε χοροδιδασκαλεία.
Τέτοιες ημέρες όμως δεν ξεχνούν τα κάλαντα.
Βγαίνουν όπως παλιά, μαζί με τα μαυράκια, με τα πακιστανάκια, με τα πολωνάκια, με τα μαροκινάκια, με τα αλγερινάκια και [αν βρεθεί κανένα] και με τα ελληνάκια.
Που είναι τα πιο φτωχά απ'όλα...
Το διαβάζεις στο βλέμμα τους, το αναγνωρίζεις στα τριμμένα ρούχα τους, το καταλαβαίνεις από τα ξηλωμένα παπούτσια τους, το ακούς στις αδύναμες, ντροπαλές φωνές τους.
Βγήκαν να πουν τα κάλαντα γιατί ο μπαμπας και η μαμά δεν βρίσκουν δουλειά...
Δεν χρειάζεται να στο πουν.
Το ξέρεις εκ των προτέρων.
Γιατί, αν ο μπαμπάς και η μαμά είχαν δουλειά, θα έπαιρναν τα παιδιά τους να φύγουν μακριά από το αλβαναριό και τη μαυρίλα. Ίσως σε κάποιο προάστιο...
Κακόμοιρα Ελληνάκια...
Τα μισά σχεδόν από τα καταστήματα της οδού Γκύζη είναι αλβανομάγαζα.
Ο Αλβανός δεν δίνει δεκάρα στο Ελληνάκι...
Τα περισσότερα θα γυρίσουν πίσω στο σπίτι, με λίγα κέρματα που μάζεψαν από τους ελάχιστους εναπομείναντες Έλληνες μαγαζάτορες της παλιάς συνοικίας Γκύζη [νυν Μικρά Τίρανα]
Δεν βαριέσαι.... Κι αυτά, τέτοιες ημέρες, κάτι είναι...
Με 15 εβρόπουλα σε κέρματα, η μαμά θα αγοράσει φτερούγες κοτόπουλο, που είναι φτηνές και θα φάνε κρέας. Τα μακαρόνια, δόξα τω Θεώ, τους τα χάρισε μια γειτόνισσα.
Κι όχι βεβαια η εκκλησία.
Στις ορθόδοξες εκκλησίες της συνοικίας Γκύζη [και σας το λέω εκ πείρας] έτσι και είσαι Έλληνας, σπανίως σε βάζουν σε λίστα διανομής τροφίμων κι αυτό άμα δεχτούν την αίτηση σου, που χρειάζεται πεντακόσια χαρτιά.
Δεν περισσεύουν βλέπετε για τους Έλληνες, από αυτά που δίδονται κατά προτεραιότητα στο αλβαναριό, στους γύφτους [ρομά τους λέγουν οι ξενέρωτοι] στους μαύρους και στους λοιπούς αναξιοπαθούτες.
Κι επιμένω...
Μιλάω εξ προσωπικής πείρας.
Γωνία Γκυζη και Μομφεράτου, κοντοστέκομαι.
Εκεί ήταν το μαγαζάκι μου. Βιβλιοχαρτοπωλείο: "Το Βιβλιόσπιτο".
Είκοσι χρόνια δουλειάς και ονείρου, που πήγαν χαμένα. Το έκλεισα, για να γλιτώσω την εφορία, το ταμείο, τη ΔΕΗ, το λάδωμα, τον χαφιέ, τα χρέη, την απόγνωση, το διαρκές κυνηγητό του κατοχικού κράτους.
Πριν όμως το κλείσω, τέτοιες ημέρες στο μαγαζάκι μου γίνονταν πανζουρλισμός.
Σειρά τα μικρά αγγελάκια, με τα τρίγωνα στα άπτερα χέρια τους.
Να μου πουν τα κάλαντα.
Το ένα έμπαινε, το άλλο έβγαινε.
Και όλα κάτι είχαν λαμβάνειν.
Αφού είχα πιστώσει κονδύλια. Πενήντα εβρόπουλα την παραμονη των Χριστουγέννων, πενήντα την παραμονη της Πρωτοχρονιάς και τριάντα την παραμονή των φώτων. Συν τις καραμέλες.
Έξοδα Απτέρων Αγγέλων. Έτσι τα αποκαλούσα...
Και μιλάμε, το πενηντάρικο έφευγε με εικοσαράκια. Δυο καραμέλες και ένα εικοσαράκι το κεφάλι.
Καταλαβαίνετε τώρα για πόσα κεφαλάκια συζητάμε, όταν εικοσαράκι-εικοσαράκι, τέλειωνε το πενηντάρικο!
Και μην νομίζετε ότι έκαμα διάκριση ράτσας, φύλου, γλώσσας, εθνικότητας ή ότι άλλο, ως καλός φασίστας, που είμαι.
Όχι, διόλου.
Ήταν οι μόνες μέρες του χρόνου, που δεχόμουνα λαθροαγελάκια.
Θα μου πεις - προδοσία κι άδικο στις ίδιες σου τις ιδέες.
Ναι, το ομολογώ. Αλλά πως να σου πάει η καρδιά ρε πούστη μου, να βάνεις στη ζυγαριά της Δικαιοσύνης, ένα παιδί που ακόμα δεν έμαθε τι παναπεί δίκιο και τι άδικο;
Και τα έδινα κανονικά. Εικοσαράκι και καραμέλα, χωρίς σύνορα. Στο κάτω-κάτω αγγελάκια ήντουσαν, ας πούμε ότι στους ουρανους αναγνωρίζουμε το δικαίωμα να μην διαθέτουν σύνορα...
Κι ας είμαστε οι επί γης, φασίστες
Έχουμε τόσους και τόσους λαθροεισβολείς να πολεμήσουμε, που δεν βλάπτει να κάνουμε σκόντο στην αθωότητα...
Και κοντοστέκομαι που λες, έξω από το παλιό μου μαγαζάκι [τώρα έχει γίνει ρουχάδικο, με ρούχα εισαγωγής από Τουρκία!]
Και βλέπω να περνάνε μπροστά μου τα τριγωνάκια αλλά ελάχιστα να τολμούν να μπουν στο τουρκορουχάδικο. Φαίνεται θα τον έχουν μάθει από προηγούμενες χρονιές τι τσιφούτης είναι και τον αποφεύγουν.
Που, οι δικές μου εποχές, που περίμεναν απόξω, να βγουν οι απο μέσα με τις καραμέλες και το εικοσαράκι, για να μπουκάρουν οι επόμενοι...
Και με πιάνει ένα παράπονο, ρε παιδιά... Μα τι παράπονο. Έτοιμος ήμουν να λυγίσω, μπροστά στα πιτσιρίκια. Ειλικρινά σας μιλώ, μου ανέβηκε κόμπος το δάκρυ ως τα μάτια...
Που ναι μωρέ το μαγαζάκι μου, που ερχόντουσαν οι κουλτουριάρες της γειτονιάς, να κάνουμε συζήτηση περί το: "Όταν έκλαψε ο Νίτσε..."
Ή για τον "Κήπο του Επίκουρου"
Ή περί του Σοπενάουερ...
Τίποτα! Πάνε και τελείωσαν όλα αυτά. Όπως τελείωσε και η συνοικία Γκύζη. Όπως τελείωσαν και τα όνειρα μου...
Τώρα όλες αυτές οι βιβλιοφάγες, που αποτελούσαν και τον βασικό κορμό της πελατείας μου, έχουν μετακομίσει σε κάποια προάστεια. Κι από αυτές που έμειναν, οι περισσότερες είναι τόσο φτωχές, που δεν ξέρουν αν το βράδυ θα έχουν φως στο σπιτι ή θα τους το έχει κόψει η ΔΕΗ.
Τι βιβλια να αγοράσουν και με τι κέφι να ανοίξουν κουβέντα για τον Γιάλομ;
Κι όπως κοιτάζω ένα-ένα αυτά τα αθώα τριγωνάκια, που αναζητούν λίγα κέρματα ουρανό, μέσα σε τόση λάσπη, με πιάνει μια ακατάσχετη επιθυμία να ξανακουσω να μου πούνε τα κάλαντα...
Κι ας μην έχω πια μαγαζί.
Κι ας μην έχω πια μέλλον στην παλιά μου γειτονιά.
Κι ας μην αντέχω να με προσπερνάνε οι καιροί, ξένος μέσα στην ίδια μου τη χώρα, μέσα στην ίδια μου τη γειτονιά...
Έχω όμως ακόμα καρδιά για να σκύψει και να ακούσει το "αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά"
Βάνω που λέτε μπροστά και κυαλάρω φατσούλες.
Ετσι, μοναχός μου μέσα στον δρόμο. Ένα δρόμο που τον βάδιζα κάθε μέρα, επί πενήντα και πλέον χρόνια και που νόμιζα ότι ήταν δικός μου.
Έναν δρόμο από τον οποίο εξορίστηκα...
Κι αφού ζυγίζω και προσμετρώ μουτράκια, διαλέγω το πιο ασχημούλι. Το πιο αχαμνό. Το πιο δειλό. Αυτό ακριβώς που δεν θα διάλεγε κανένας για να του τα πει.
Ένα κοριτσάκι λιγνό, διστακτικό, με σχεδόν διαλυμένα σπορτεξάκια και μια τρύπα στη δεξιά κάλτσα, μεγάλη σαν το σκουλαρίκι του συντρόφου Κυρίτση...
-Σταμάτα και πες τα μου
Η μικρή αρχίζει το τραγούδι, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα της να με δει.
Και να πάλι που ηχεί στην ψυχή μου αυτό το ευλογημένο "αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος"
Και από στόμα μικρής Ελληνίδας μάλιστα!
Λες και το ξερα, ότι αυτό το ασχημομούρικο, το απομονωμένο, το εξόριστο [σαν εμένα] αγγελάκι, θα ήταν η εξαίρεση. Θα ηταν ίσως το μοναδικό Ελληνάκι, ανάμεσα στις φυλές του Φαραώ.
[Ακόμα κι εδώ, ρατσιστής είμαι ρε πούστη μου - και καλά κάμω]
Την κόβω προτού τελειώσει το τραγούδι
- Να΄σαι καλά... και του χρόνου να μου τα ξαναπείς...
Και της δίνω ένα ολόκληρο πεντάευρο.
Η μικρή σηκώνει τότε το βλέμμα της και με κοιτάζει. Μετά κοιτάζει το 5ευρο αλλα δεν τολμαει να απλωσει το χερι της να το παρει. Νομιζει οτι θα της ζητησω ρεστα..
- Δεν εχω να σας δωσω ρεστα κυριε...
- Δεν θελω ρεστα...
Της βάζω το πεντάευρο στη χούφτα και φεύγω, ανοίγοντας το βήμα.
Μακάρι να χα εβρόπουλα, ρε γαμωτο να χόρταινα όλα αυτά τα αγγελάκια.
Πως ήτανε ρε παιδί μου, σε κείνη την αλησμόνητη ταινία. Το "Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο", όπου ο Αυλωνίτης και ο Φωτόπουλος ζήτησαν την αμοιβή τους σε μεταλλικά τάλλαρα. Και μετά έκαναν ταλληροντουζ, σαν τον Σκρουτζ Μακ Ντακ.
Και τα μετράγανε από τον ήχο, όταν έσκαγαν ένα-ένα, στη στοίβα...
Γκλαν... Γκλαν... Γκλαν...
Έτσι!
Να είχα ένα πιθάρι γιομάτο εβρόπουλα. Κι όπως περνάνε δίπλα μου τα τριγωνάκια, να τους τα σκάω στα χωρίς φτερά χέρια τους.
Γκλαν... Γκλαν... Γκλαν...
Αλλα ακόμα κι αν είχα ένα ολόκληρο πιθαρι ταλαρα, παλι δε θα εφταναν για να γιατρέψω όλη αυτή τη φτώχεια, όλον αυτόν τον πόνο, όλη αυτή την απελπισία που βλέπω γύρω μου.
Το πολύ να μου έφταναν να δώσω λίγη χαρά στην παλια συνοικία Γκύζη και λίγο από Αμπελοκήπους.
Και μέχρι εκεί.
Είναι τόσο μεγάλος ο ανθρώπινος πόνος, που όση κι αν είναι η δικια σου αγαπη, την ξεπερνάει...
Δυστυχώς!
Κι έτσι, χωρίς πιθάρι με τάλαρα, χωρίς μαγαζί, χωρίς πατρίδα, χωρίς πίστη και χωρίς μέλλον, μοναχά με το "αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά"μιας ασχημούτσικης και άπτερης ελληνοπούλας, αποτραβιέμαι σε μια γωνιά, κάπως απόμερη και παλεύω με το Εγώ μου, να κρατηθώ, να μην με πάρουν τα κλάματα.
Μάταιος κόπος.
Τα πόδια μου ίσα που με βαστάνε...
Και με πιάνει ρε παιδιά, ένα παράπονο... Κι ένα κλάμα... Να, στο σταυρό που σας κάνω... Να κλαίω με δάκρυα και με λυγμούς, όπως δεν είχα κλάψει ούτε σαν ήμουνα παιδί...
Έκλαψα για όλες τις διαψεύσεις μου, έκλαψα για τα χαμένα μου χρόνια, έκλαψα για τη ζωή μου, που την έβανε πλέον στο σημάδι ο Χάρος, έκλαψα για την Παναγιά, που με βοήθησε να μην πιω ακόμα το πικρό ποτήρι της αρρώστιας μου, έκλαψα για το μαγαζί μου, έκλαψα για τα βιβλία μου, έκλαψα για τη γειτονιά μου, έκλαψα για την πατρίδα μας που χάνεται, έκλαψα για το παρελθόν μας που λησμονιέται, έκλαψα για τη Μακεδονία μας, έκλαψα για όλα αυτά, συλλογικά και ατομικά, που μια αφελέστατη νιότη με έκανε να πιστέψω πως δικαιούμαι και δικαιούμαστε, έκλαψα για τον ελαιώνα του Βοτανικού, όπου θα χτιστεί το τέμενος, έκλαψα για τα αρχαία μάρμαρα, που τα φτύνουν βρίζοντας ξένοι εισβολείς, έκλαψα για όλους μας και για εμένα.
Ποιος;
Εγώ ο φασίστας. Που έχω μάθει να είμαι σκληρός, πρώτα στον εαυτό μου και ύστερα απέναντι στους άλλους.
Πάλι καλά που φόραγα ένα φουτεράκι με κουκούλα.
Κατέβασα την κουκούλα, να μην με βλέπει ο κόσμος και με λυπάται... Κοτζάμ άντρας και δη κωλοφασίστας, να κλαίει σαν κοπελούδα...
Τι να σας πω;
Ντρέπομαι πιο πολύ κι απο σας, που με ακούτε...
Είδατε όμως πόσους λόγους έχει να κλάψει ένας φασίστας;
Τέλος πάντων, ντροπή - ξεντροπή, αλάφρυνε η ψυχή μου. Κι αφού έκλαψα όπως δεν είχα κλάψει χρόνια τώρα, συμμάζεψα τις μνήμες μου, ξεβίδωσα τον ουρανό μου, πακετάρισα τη συνείδηση μου, έβανα στην τσέπη λιγη Ελλάδα που μου απόμεινε, τύλιξα προσεκτικά κάτι λίγα χαρτονομίσματα σε ελπίδα που μου περίσσεψαν και έκαμα τον σταυρό μου.
Βγαίνουν όπως παλιά, μαζί με τα μαυράκια, με τα πακιστανάκια, με τα πολωνάκια, με τα μαροκινάκια, με τα αλγερινάκια και [αν βρεθεί κανένα] και με τα ελληνάκια.
Που είναι τα πιο φτωχά απ'όλα...
Το διαβάζεις στο βλέμμα τους, το αναγνωρίζεις στα τριμμένα ρούχα τους, το καταλαβαίνεις από τα ξηλωμένα παπούτσια τους, το ακούς στις αδύναμες, ντροπαλές φωνές τους.
Βγήκαν να πουν τα κάλαντα γιατί ο μπαμπας και η μαμά δεν βρίσκουν δουλειά...
Δεν χρειάζεται να στο πουν.
Το ξέρεις εκ των προτέρων.
Γιατί, αν ο μπαμπάς και η μαμά είχαν δουλειά, θα έπαιρναν τα παιδιά τους να φύγουν μακριά από το αλβαναριό και τη μαυρίλα. Ίσως σε κάποιο προάστιο...
Κακόμοιρα Ελληνάκια...
Τα μισά σχεδόν από τα καταστήματα της οδού Γκύζη είναι αλβανομάγαζα.
Ο Αλβανός δεν δίνει δεκάρα στο Ελληνάκι...
Τα περισσότερα θα γυρίσουν πίσω στο σπίτι, με λίγα κέρματα που μάζεψαν από τους ελάχιστους εναπομείναντες Έλληνες μαγαζάτορες της παλιάς συνοικίας Γκύζη [νυν Μικρά Τίρανα]
Δεν βαριέσαι.... Κι αυτά, τέτοιες ημέρες, κάτι είναι...
Με 15 εβρόπουλα σε κέρματα, η μαμά θα αγοράσει φτερούγες κοτόπουλο, που είναι φτηνές και θα φάνε κρέας. Τα μακαρόνια, δόξα τω Θεώ, τους τα χάρισε μια γειτόνισσα.
Κι όχι βεβαια η εκκλησία.
Στις ορθόδοξες εκκλησίες της συνοικίας Γκύζη [και σας το λέω εκ πείρας] έτσι και είσαι Έλληνας, σπανίως σε βάζουν σε λίστα διανομής τροφίμων κι αυτό άμα δεχτούν την αίτηση σου, που χρειάζεται πεντακόσια χαρτιά.
Δεν περισσεύουν βλέπετε για τους Έλληνες, από αυτά που δίδονται κατά προτεραιότητα στο αλβαναριό, στους γύφτους [ρομά τους λέγουν οι ξενέρωτοι] στους μαύρους και στους λοιπούς αναξιοπαθούτες.
Κι επιμένω...
Μιλάω εξ προσωπικής πείρας.
Γωνία Γκυζη και Μομφεράτου, κοντοστέκομαι.
Εκεί ήταν το μαγαζάκι μου. Βιβλιοχαρτοπωλείο: "Το Βιβλιόσπιτο".
Είκοσι χρόνια δουλειάς και ονείρου, που πήγαν χαμένα. Το έκλεισα, για να γλιτώσω την εφορία, το ταμείο, τη ΔΕΗ, το λάδωμα, τον χαφιέ, τα χρέη, την απόγνωση, το διαρκές κυνηγητό του κατοχικού κράτους.
Πριν όμως το κλείσω, τέτοιες ημέρες στο μαγαζάκι μου γίνονταν πανζουρλισμός.
Σειρά τα μικρά αγγελάκια, με τα τρίγωνα στα άπτερα χέρια τους.
Να μου πουν τα κάλαντα.
Το ένα έμπαινε, το άλλο έβγαινε.
Και όλα κάτι είχαν λαμβάνειν.
Αφού είχα πιστώσει κονδύλια. Πενήντα εβρόπουλα την παραμονη των Χριστουγέννων, πενήντα την παραμονη της Πρωτοχρονιάς και τριάντα την παραμονή των φώτων. Συν τις καραμέλες.
Έξοδα Απτέρων Αγγέλων. Έτσι τα αποκαλούσα...
Και μιλάμε, το πενηντάρικο έφευγε με εικοσαράκια. Δυο καραμέλες και ένα εικοσαράκι το κεφάλι.
Καταλαβαίνετε τώρα για πόσα κεφαλάκια συζητάμε, όταν εικοσαράκι-εικοσαράκι, τέλειωνε το πενηντάρικο!
Και μην νομίζετε ότι έκαμα διάκριση ράτσας, φύλου, γλώσσας, εθνικότητας ή ότι άλλο, ως καλός φασίστας, που είμαι.
Όχι, διόλου.
Ήταν οι μόνες μέρες του χρόνου, που δεχόμουνα λαθροαγελάκια.
Θα μου πεις - προδοσία κι άδικο στις ίδιες σου τις ιδέες.
Ναι, το ομολογώ. Αλλά πως να σου πάει η καρδιά ρε πούστη μου, να βάνεις στη ζυγαριά της Δικαιοσύνης, ένα παιδί που ακόμα δεν έμαθε τι παναπεί δίκιο και τι άδικο;
Και τα έδινα κανονικά. Εικοσαράκι και καραμέλα, χωρίς σύνορα. Στο κάτω-κάτω αγγελάκια ήντουσαν, ας πούμε ότι στους ουρανους αναγνωρίζουμε το δικαίωμα να μην διαθέτουν σύνορα...
Κι ας είμαστε οι επί γης, φασίστες
Έχουμε τόσους και τόσους λαθροεισβολείς να πολεμήσουμε, που δεν βλάπτει να κάνουμε σκόντο στην αθωότητα...
Και κοντοστέκομαι που λες, έξω από το παλιό μου μαγαζάκι [τώρα έχει γίνει ρουχάδικο, με ρούχα εισαγωγής από Τουρκία!]
Και βλέπω να περνάνε μπροστά μου τα τριγωνάκια αλλά ελάχιστα να τολμούν να μπουν στο τουρκορουχάδικο. Φαίνεται θα τον έχουν μάθει από προηγούμενες χρονιές τι τσιφούτης είναι και τον αποφεύγουν.
Που, οι δικές μου εποχές, που περίμεναν απόξω, να βγουν οι απο μέσα με τις καραμέλες και το εικοσαράκι, για να μπουκάρουν οι επόμενοι...
Και με πιάνει ένα παράπονο, ρε παιδιά... Μα τι παράπονο. Έτοιμος ήμουν να λυγίσω, μπροστά στα πιτσιρίκια. Ειλικρινά σας μιλώ, μου ανέβηκε κόμπος το δάκρυ ως τα μάτια...
Που ναι μωρέ το μαγαζάκι μου, που ερχόντουσαν οι κουλτουριάρες της γειτονιάς, να κάνουμε συζήτηση περί το: "Όταν έκλαψε ο Νίτσε..."
Ή για τον "Κήπο του Επίκουρου"
Ή περί του Σοπενάουερ...
Τίποτα! Πάνε και τελείωσαν όλα αυτά. Όπως τελείωσε και η συνοικία Γκύζη. Όπως τελείωσαν και τα όνειρα μου...
Τώρα όλες αυτές οι βιβλιοφάγες, που αποτελούσαν και τον βασικό κορμό της πελατείας μου, έχουν μετακομίσει σε κάποια προάστεια. Κι από αυτές που έμειναν, οι περισσότερες είναι τόσο φτωχές, που δεν ξέρουν αν το βράδυ θα έχουν φως στο σπιτι ή θα τους το έχει κόψει η ΔΕΗ.
Τι βιβλια να αγοράσουν και με τι κέφι να ανοίξουν κουβέντα για τον Γιάλομ;
Κι όπως κοιτάζω ένα-ένα αυτά τα αθώα τριγωνάκια, που αναζητούν λίγα κέρματα ουρανό, μέσα σε τόση λάσπη, με πιάνει μια ακατάσχετη επιθυμία να ξανακουσω να μου πούνε τα κάλαντα...
Κι ας μην έχω πια μαγαζί.
Κι ας μην έχω πια μέλλον στην παλιά μου γειτονιά.
Κι ας μην αντέχω να με προσπερνάνε οι καιροί, ξένος μέσα στην ίδια μου τη χώρα, μέσα στην ίδια μου τη γειτονιά...
Έχω όμως ακόμα καρδιά για να σκύψει και να ακούσει το "αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά"
Βάνω που λέτε μπροστά και κυαλάρω φατσούλες.
Ετσι, μοναχός μου μέσα στον δρόμο. Ένα δρόμο που τον βάδιζα κάθε μέρα, επί πενήντα και πλέον χρόνια και που νόμιζα ότι ήταν δικός μου.
Έναν δρόμο από τον οποίο εξορίστηκα...
Κι αφού ζυγίζω και προσμετρώ μουτράκια, διαλέγω το πιο ασχημούλι. Το πιο αχαμνό. Το πιο δειλό. Αυτό ακριβώς που δεν θα διάλεγε κανένας για να του τα πει.
Ένα κοριτσάκι λιγνό, διστακτικό, με σχεδόν διαλυμένα σπορτεξάκια και μια τρύπα στη δεξιά κάλτσα, μεγάλη σαν το σκουλαρίκι του συντρόφου Κυρίτση...
-Σταμάτα και πες τα μου
Η μικρή αρχίζει το τραγούδι, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα της να με δει.
Και να πάλι που ηχεί στην ψυχή μου αυτό το ευλογημένο "αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος"
Και από στόμα μικρής Ελληνίδας μάλιστα!
Λες και το ξερα, ότι αυτό το ασχημομούρικο, το απομονωμένο, το εξόριστο [σαν εμένα] αγγελάκι, θα ήταν η εξαίρεση. Θα ηταν ίσως το μοναδικό Ελληνάκι, ανάμεσα στις φυλές του Φαραώ.
[Ακόμα κι εδώ, ρατσιστής είμαι ρε πούστη μου - και καλά κάμω]
Την κόβω προτού τελειώσει το τραγούδι
- Να΄σαι καλά... και του χρόνου να μου τα ξαναπείς...
Και της δίνω ένα ολόκληρο πεντάευρο.
Η μικρή σηκώνει τότε το βλέμμα της και με κοιτάζει. Μετά κοιτάζει το 5ευρο αλλα δεν τολμαει να απλωσει το χερι της να το παρει. Νομιζει οτι θα της ζητησω ρεστα..
- Δεν εχω να σας δωσω ρεστα κυριε...
- Δεν θελω ρεστα...
Της βάζω το πεντάευρο στη χούφτα και φεύγω, ανοίγοντας το βήμα.
Μακάρι να χα εβρόπουλα, ρε γαμωτο να χόρταινα όλα αυτά τα αγγελάκια.
Πως ήτανε ρε παιδί μου, σε κείνη την αλησμόνητη ταινία. Το "Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο", όπου ο Αυλωνίτης και ο Φωτόπουλος ζήτησαν την αμοιβή τους σε μεταλλικά τάλλαρα. Και μετά έκαναν ταλληροντουζ, σαν τον Σκρουτζ Μακ Ντακ.
Και τα μετράγανε από τον ήχο, όταν έσκαγαν ένα-ένα, στη στοίβα...
Γκλαν... Γκλαν... Γκλαν...
Έτσι!
Να είχα ένα πιθάρι γιομάτο εβρόπουλα. Κι όπως περνάνε δίπλα μου τα τριγωνάκια, να τους τα σκάω στα χωρίς φτερά χέρια τους.
Γκλαν... Γκλαν... Γκλαν...
Αλλα ακόμα κι αν είχα ένα ολόκληρο πιθαρι ταλαρα, παλι δε θα εφταναν για να γιατρέψω όλη αυτή τη φτώχεια, όλον αυτόν τον πόνο, όλη αυτή την απελπισία που βλέπω γύρω μου.
Το πολύ να μου έφταναν να δώσω λίγη χαρά στην παλια συνοικία Γκύζη και λίγο από Αμπελοκήπους.
Και μέχρι εκεί.
Είναι τόσο μεγάλος ο ανθρώπινος πόνος, που όση κι αν είναι η δικια σου αγαπη, την ξεπερνάει...
Δυστυχώς!
Κι έτσι, χωρίς πιθάρι με τάλαρα, χωρίς μαγαζί, χωρίς πατρίδα, χωρίς πίστη και χωρίς μέλλον, μοναχά με το "αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά"μιας ασχημούτσικης και άπτερης ελληνοπούλας, αποτραβιέμαι σε μια γωνιά, κάπως απόμερη και παλεύω με το Εγώ μου, να κρατηθώ, να μην με πάρουν τα κλάματα.
Μάταιος κόπος.
Τα πόδια μου ίσα που με βαστάνε...
Και με πιάνει ρε παιδιά, ένα παράπονο... Κι ένα κλάμα... Να, στο σταυρό που σας κάνω... Να κλαίω με δάκρυα και με λυγμούς, όπως δεν είχα κλάψει ούτε σαν ήμουνα παιδί...
Έκλαψα για όλες τις διαψεύσεις μου, έκλαψα για τα χαμένα μου χρόνια, έκλαψα για τη ζωή μου, που την έβανε πλέον στο σημάδι ο Χάρος, έκλαψα για την Παναγιά, που με βοήθησε να μην πιω ακόμα το πικρό ποτήρι της αρρώστιας μου, έκλαψα για το μαγαζί μου, έκλαψα για τα βιβλία μου, έκλαψα για τη γειτονιά μου, έκλαψα για την πατρίδα μας που χάνεται, έκλαψα για το παρελθόν μας που λησμονιέται, έκλαψα για τη Μακεδονία μας, έκλαψα για όλα αυτά, συλλογικά και ατομικά, που μια αφελέστατη νιότη με έκανε να πιστέψω πως δικαιούμαι και δικαιούμαστε, έκλαψα για τον ελαιώνα του Βοτανικού, όπου θα χτιστεί το τέμενος, έκλαψα για τα αρχαία μάρμαρα, που τα φτύνουν βρίζοντας ξένοι εισβολείς, έκλαψα για όλους μας και για εμένα.
Ποιος;
Εγώ ο φασίστας. Που έχω μάθει να είμαι σκληρός, πρώτα στον εαυτό μου και ύστερα απέναντι στους άλλους.
Πάλι καλά που φόραγα ένα φουτεράκι με κουκούλα.
Κατέβασα την κουκούλα, να μην με βλέπει ο κόσμος και με λυπάται... Κοτζάμ άντρας και δη κωλοφασίστας, να κλαίει σαν κοπελούδα...
Τι να σας πω;
Ντρέπομαι πιο πολύ κι απο σας, που με ακούτε...
Είδατε όμως πόσους λόγους έχει να κλάψει ένας φασίστας;
Τέλος πάντων, ντροπή - ξεντροπή, αλάφρυνε η ψυχή μου. Κι αφού έκλαψα όπως δεν είχα κλάψει χρόνια τώρα, συμμάζεψα τις μνήμες μου, ξεβίδωσα τον ουρανό μου, πακετάρισα τη συνείδηση μου, έβανα στην τσέπη λιγη Ελλάδα που μου απόμεινε, τύλιξα προσεκτικά κάτι λίγα χαρτονομίσματα σε ελπίδα που μου περίσσεψαν και έκαμα τον σταυρό μου.
Δόξα τω Θεώ, ξανάκουσα κάλαντα.
Τώρα μου μένει να συνεχίσω τον Δρόμο. Κι όπου με βγάλει. Κι όπου μας βγάλει...
Άειντε και καλή χρονιά...
Πηγή